- πολύγωνο
- τοτο γεωμετρικό σχήμα που έχει πάνω από τέσσερις γωνίες και ισάριθμες πλευρές: Να βρεθεί το εμβαδόν πολυγώνου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολύγωνο — Αν Α1 Α2,..., Αν, Αν (όπου ν = 2, 3,...) είναι σημεία του χώρου, τέτοια, ώστε κάθε τρία τους να μην ανήκουν στην αυτή ευθεία, τότε η τεθλασμένη γραμμή, που αποτελείται από τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Α2, Α2Α3, ..., Αν + 1 λέμε ότι είναι μια… … Dictionary of Greek
δεκάγωνο — Πολύγωνο που έχει δέκα γωνίες και, επομένως, δέκα πλευρές. Κανονικό δ. λέγεται εκείνο που έχει όλες τις πλευρές και όλες τις γωνίες του ίσες. Το κανονικό δ., όπως όλα τα κανονικά πολύγωνα, μπορεί να εγγραφεί και να περιγραφεί σε έναν κύκλο. Αν… … Dictionary of Greek
δεκαπεντάγωνο — Πολύγωνο που έχει δεκαπέντε γωνίες και επομένως, δεκαπέντε πλευρές. Αν η περιφέρεια ενός κύκλου διαιρεθεί σε 15 ίσα μέρη και συνδέσουμε με ευθείες τα σημεία της διαίρεσης ανά ένα, δύο, τέσσερα και εφτά παίρνουμε αντίστοιχα τις πλευρές… … Dictionary of Greek
εικοσάγωνο — Πολύγωνο που έχει είκοσι γωνίες και επομένως είκοσι πλευρές. Το κανονικό κυρτό ε. έχει όλες τις πλευρές του και τις γωνίες του ίσες και μπορεί να εγγραφεί σε κύκλο με τον εξής τρόπο: εγγράφουμε πρώτα το κανονικό κυρτό δεκάγωνο, βρίσκουμε τα μέσα… … Dictionary of Greek
εξάγωνο — Πολύγωνο με έξι γωνίες και έξι πλευρές. Το κανονικό ε. έχει όλες τις γωνίες και όλες τις πλευρές του ίσες και η πλευρά του είναι ίση με την ακτίνα R του περιγεγραμμένου κύκλου. Η επίκεντρη γωνία, που αντιστοιχεί στο ένα έκτο της περιφέρειας είναι … Dictionary of Greek
πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek
πολυγωνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύγωνο ή μοιάζει με πολύγωνο 2. φρ. α) «πολυγωνικό μέτωπο» στρ. μέτωπο οχυρωμένο κατά πολυγωνική γραμμή β) «πολυγωνικά εδάφη» (γεωμορφ.) μορφές συνεχόμενων πολυγώνων στο έδαφος και στα επιφανειακά… … Dictionary of Greek